- ωριμαστήριο(ν)
- το сосуд для выдержки и фильтрования мёда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωριμαστήριο — το, Ν μελισσοκομικό δοχείο μέσα στο οποίο ρίχνουν το μέλι για να μείνει εκεί ώσπου να ωριμάσει και να είναι έτοιμο για διύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωριμάζω + επίθημα τήριο* (πρβλ. δοκιμασ τήριο)] … Dictionary of Greek